πτέριο

πτέριο
το / πτέριον, ΝΑ [πτερόν / πτέρις]
νεοελλ.
ανθρωπολ. περιοχή τού κρανιακού θόλου, όπου συναντώνται τα οστά μετωπιαίο, βρεγματικό, κροταφικό και η μεγάλη πτέρυγα τού σφηνοειδούς
αρχ.
1. μικρό φτερό
2. το φυτό φτέρη
3. το φυτό καλλίτριχον*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”